
Ομιλία στο 12ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο του Οργανισμού Ευρωπαϊκών Λιμένων
Τα λιμάνια αποτελούν καταλύτες οικονομικής ανάπτυξης και πηγή ευημερίας για τα κράτη μέλη καθώς και για τις πόλεις και τις περιοχές που βρίσκονται. Με το 75% του εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με άλλες χώρες και το 38% του ενδοκοινοτικού εμπορίου να διεξάγεται δια θαλάσσης, τα λιμάνια σήμερα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και μπορούν να συμβάλλουν στην ανάκαμψη και την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΕ, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόκληση για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των λιμένων και των λιμενικών υπηρεσιών είναι πρωταρχικής σημασίας. Η θέσπιση ενός πλαισίου για την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων, έχει ως στόχο:
-τη βελτίωση της απόδοσης των λιμένων,
-την ενίσχυση της ανάπτυξης,
-την ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς και
-τη δημιουργία ενός διαφανούς και νομικά σταθερού περιβάλλοντος με όρους ισότιμου ανταγωνισμού, που θα ευνοήσει τη λιμενική και τη ναυτιλιακή δραστηριότητα.
Παράλληλα, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών και θα συμβάλλει στη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη.
Είναι γεγονός, ότι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της συνολικής ποιότητας των λιμενικών υπηρεσιών θα μπορούσε να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για προσέλκυση νέων επενδύσεων. Κατά αυτόν τον τρόπο, μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι 319 λιμένες που συμπεριλαμβάνονται στα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Μεταφοράς μπορούν να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης.
Η πρόταση Κανονισμού για τα λιμάνια, που εξετάζουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ολοκληρώνει την πολιτική των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφοράς, συμβάλλοντας παράλληλα σε μια καλύτερα διασυνδεδεμένη Ευρώπη. Ωστόσο, οι προκλήσεις και τα εμπόδια για την εκμετάλλευση του δυναμικού των ευρωπαϊκών λιμένων, θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
- στην έλλειψη σαφών κανόνων που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και συμβάσεων παραχώρησης σε επίπεδο ΕΕ,
- στην έλλειψη οικονομικής διαφάνειας για τις λιμενικές αρχές και την παροχή λιμενικών υπηρεσιών, καθώς και
- στην έλλειψη κανόνων που εγγυώνται ότι τα λιμενικά τέλη καθορίζονται με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις κατά τέτοιο τρόπο που να αντικατοπτρίζεται το κόστος της υποδομής και των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί λιμένες είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, αδιαμφισβήτητα απαιτείται ένα οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που θα εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων:
α) φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον με λιγότερο διοικητικό φόρτο,
β) σταθερό και με ίσους όρους ανταγωνισμό τόσο μεταξύ λιμένων όσο και στο εσωτερικό των λιμένων, και
γ) διαφάνεια στη χρήση των δημόσιων πόρων.
Για να ανταποκριθούν όμως οι λιμένες στο ρόλο τους με αποτελεσματικό τρόπο και να αξιοποιήσουν πλήρως όλο το φάσμα των δυνατοτήτων τους, θα πρέπει να τους παρέχεται η κατάλληλη αυτονομία για την άσκηση της οικονομικής τους πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να απαγορεύεται εκ προοιμίου η δυνατότητα για χρεώσεις στις λιμενικές υποδομές. Ομοίως, η δυνατότητα για εξατομικευμένη διαπραγμάτευση, με τους εκάστοτε χρήστες, θα πρέπει να επιτραπεί με στόχο την προσέλκυση νέων χρηστών ή και τη διατήρηση των ήδη υπαρχόντων, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Η δυνατότητα άσκησης αυτόνομης εμπορικής πολιτικής των λιμένων στοχεύει στη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού λιμενικού συστήματος και κατέχει ξεχωριστή σημασία για όλα τα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα διακύμανσης των λιμενικών τελών, εξαιτίας της έντονης νησιωτικότητας που παρουσιάζουν, αλλά και της γεωγραφικής τους γειτνίασης με τρίτες χώρες -οι οποίες δεν είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν τον εν λόγω Κανονισμό-.
Σε αυτό το σημείο, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί η ανάγκη πρόβλεψης για δυνατότητα παρέκκλισης των μικρών λιμένων από κάποιες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Τη διάκριση δεν την κάνουμε εμείς, την κάνει η ίδια η πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, οι μικρότεροι θαλάσσιοι λιμένες δεν μπορούν να επιβαρύνονται με τις ίδιες υποχρεώσεις μεγάλων αντίστοιχων λιμένων, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο όγκος του διακινούμενου δια αυτών φορτίου είναι πενιχρός ως και αμελητέος. Η μη πρόβλεψη της σχετικής αυτής ευελιξίας θα καθιστούσε ιδιαίτερα επαχθή τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Παράλληλα, δεν φαίνεται να θίγεται ουσιωδώς ή να στρεβλώνεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η ορθολογική χρήση δημόσιων χρηματοδοτήσεων.
Ωστόσο, η ελευθερία αυτή για διαπραγμάτευση και διαφοροποίηση των τελών στις λιμενικές υποδομές, αλλά και η δυνατότητα παρέκκλισης των μικρών λιμένων από τους κανόνες διαφάνειας, δεν θα πρέπει να είναι η εύκολη λύση, με σκοπό την επιβολή αυθαίρετων τελών έτσι ώστε να δημιουργούνται καταχρηστικοί όροι ανταγωνισμού και δημιουργία δεσπόζουσας θέσης ενός λιμανιού. Οι κανόνες του ανταγωνισμού πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι για τη χώρα μου, την Ελλάδα, η συγκεκριμένη πρόταση νομοθεσίας μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία, προκειμένου να αντιμετωπισθούν μια σειρά από ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα σε ένα ορθολογικό πλαίσιο. Η αντιστάθμιση των ασθενών ανταγωνιστικών πιέσεων και των πιθανών καταχρήσεων της αγοράς, θα αυξήσουν την αποδοτικότητα των λιμενικών υπηρεσιών και την προσέλκυση επενδύσεων. Πρόκειται για μια σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία, τόσο για τα ελληνικά λιμάνια, όσο και για την ελληνική ναυτιλία, καθώς στο δίκτυο της αναβάθμισης των 319 μεγάλων ευρωπαϊκών λιμένων της πρότασης έχουν ενταχθεί και 25 ελληνικά λιμάνια.
(***όπως του Πειραιά, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου, της Ηγουμενίτσας, της Χαλκίδας, των Χανίων, της Χίου, της Ελευσίνας, της Καλαμάτας, του Κατάκολου, της Καβάλας, της Κέρκυρας, της Κυλλήνης, του Λαυρίου, της Μυκόνου, της Μυτιλήνης, της Νάξου, της Πάρου, της Ραφήνας, της Ρόδου, της Σαντορίνης, της Σκιάθου, της Σύρου και του Βόλου***).